μυωπίας

μυωπίας
μυωπίας, ὁ (ΑΜ)
μύωπας, κοντόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύωψ, -ωπος (Ι) + κατάλ. -ίας (πρβλ. οξυωπ-ίας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυωπίας — μυωπίᾱς , μυωπία fem acc pl μυωπίᾱς , μυωπία fem gen sg (attic doric aeolic) μυωπίᾱς , μυωπίας shortsighted person masc acc pl μυωπίᾱς , μυωπίας shortsighted person masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυωπίαι — μυωπίᾱͅ , μυωπία fem dat sg (attic doric aeolic) μυωπίας shortsighted person masc nom/voc pl μυωπίᾱͅ , μυωπίας shortsighted person masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλωπίας — αὐλωπίας, ο (Α) είδος μεγάλου ψαριού που μοιάζει με τον ανθία, ίσως ο Serranus gigas. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλός + ωπίας < ωπ (< *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ίας (πρβλ. μυωπίας, οξυωπίας κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • πιλλός — ή, όν Α αυτός που έχει μεγάλο βαθμό μυωπίας …   Dictionary of Greek

  • σταφύλωμα — το, Ν ιατρ. 1. πρόπτωση τών χιτώνων τού οφθαλμού λόγω λεπτύνσεώς τους 2. φρ. α) «πρόσθιο σταφύλωμα» σταφύλωμα που άλλοτε αποτελεί απλή κήλη τού κερατοειδούς και παραμένει διαφανής και άλλοτε ουλώδη υπόλευκη μάζα και συμφύεται με την ίριδα β)… …   Dictionary of Greek

  • φακόλυση — η, Ν ιατρ. εγχείρηση κατά την οποία καταστρέφεται ο κρυσταλλοειδής φακός σε περιπτώσεις πολύ υψηλής μυωπίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phacolyse (< φακός + λύση)] …   Dictionary of Greek

  • γυαλιά — Οπτικό όργανο, το οποίο αποτελείται από δύο κρύσταλλα στερεωμένα σε ένα στήριγμα (σκελετό) που τα συγκρατεί στην καταλληλότερη θέση εμπρός από τα μάτια. Διορθωτικά αποκαλούνται τα γ. που αποσκοπούν στη βελτίωση της όρασης, αντισταθμίζοντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”